Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ξέσμα
ξέστης
ξεστός
ξέω
ξηραίνω
ξηραλοιφέω
ξηραμπέλινος
ξηρά
ξηρός
ξηρότης
ξηροφαγέω
ξῖ
ξιφήρης
ξιφηφόρος
ξιφίδιον
ξιφιστήρ
ξιφοδήλητος
ξιφοκτόνος
ξίφος
ξιφουλκία
ξιφουλκός
View word page
ξηροφαγέω
ξηροφαγέω ξηρο-φᾰγέω, fut. -ήσω φαγεῖν to eat dry food, Anth., etc.
ShortDef
to eat dry food
Debugging
Headword:
ξηροφαγέω
Headword (normalized):
ξηροφαγέω
Headword (normalized/stripped):
ξηροφαγεω
IDX:
22515
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22538
Key:
chrofage/w
Data
{'content': 'ξηροφαγέω\n ξηρο-φᾰγέω,\n fut. -ήσω\n φαγεῖν\n to eat dry food, Anth., etc.', 'key': 'chrofage/w'}