Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ξερόν
ξέσμα
ξέστης
ξεστός
ξέω
ξηραίνω
ξηραλοιφέω
ξηραμπέλινος
ξηρά
ξηρός
ξηρότης
ξηροφαγέω
ξῖ
ξιφήρης
ξιφηφόρος
ξιφίδιον
ξιφιστήρ
ξιφοδήλητος
ξιφοκτόνος
ξίφος
ξιφουλκία
View word page
ξηρότης
ξηρότης ξηρότης, ητος, ἡ, ξηρός dryness, Plat., Xen.: ἡ ξ. τῶν νεῶν the dryness, i. e. soundness, of their timbers, Thuc.
ShortDef
dryness
Debugging
Headword:
ξηρότης
Headword (normalized):
ξηρότης
Headword (normalized/stripped):
ξηροτης
IDX:
22514
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22537
Key:
chro/ths
Data
{'content': 'ξηρότης\n ξηρότης, ητος, ἡ,\n ξηρός\n dryness, Plat., Xen.: ἡ ξ. τῶν νεῶν the dryness, i. e. soundness, of their timbers, Thuc.', 'key': 'chro/ths'}