Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ξενών
ξένωσις
ξερόν
ξέσμα
ξέστης
ξεστός
ξέω
ξηραίνω
ξηραλοιφέω
ξηραμπέλινος
ξηρά
ξηρός
ξηρότης
ξηροφαγέω
ξῖ
ξιφήρης
ξιφηφόρος
ξιφίδιον
ξιφιστήρ
ξιφοδήλητος
ξιφοκτόνος
View word page
ξηρά
ξηρά ( sc. γῆ) dry land, v. ξηρός III.
ShortDef
dry land
Debugging
Headword:
ξηρά
Headword (normalized):
ξηρά
Headword (normalized/stripped):
ξηρα
IDX:
22512
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22535
Key:
chra/
Data
{'content': 'ξηρά\n ( sc. γῆ) dry land, v. ξηρός III.', 'key': 'chra/'}