Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ξενόω
ξενών
ξένωσις
ξερόν
ξέσμα
ξέστης
ξεστός
ξέω
ξηραίνω
ξηραλοιφέω
ξηραμπέλινος
ξηρά
ξηρός
ξηρότης
ξηροφαγέω
ξῖ
ξιφήρης
ξιφηφόρος
ξιφίδιον
ξιφιστήρ
ξιφοδήλητος
View word page
ξηραμπέλινος
ξηραμπέλινος ξηρ-αμπέλῐνος, η, ον of the colour of withered vine-leaves, bright red, Juven.

ShortDef

of the colour of withered vine-leaves, bright red

Debugging

Headword:
ξηραμπέλινος
Headword (normalized):
ξηραμπέλινος
Headword (normalized/stripped):
ξηραμπελινος
IDX:
22511
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22534
Key:
chrampe/linos

Data

{'content': 'ξηραμπέλινος\n ξηρ-αμπέλῐνος, η, ον\n of the colour of withered vine-leaves, bright red, Juven.', 'key': 'chrampe/linos'}