Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ξενόστασις
ξενοσύνη
ξενότιμος
ξενοτροφέω
ξενοφονέω
ξενοφόνος
ξενόω
ξενών
ξένωσις
ξερόν
ξέσμα
ξέστης
ξεστός
ξέω
ξηραίνω
ξηραλοιφέω
ξηραμπέλινος
ξηρά
ξηρός
ξηρότης
ξηροφαγέω
View word page
ξέσμα
ξέσμα ξέσμα, ατος, τό, ξέω = ξόανον, Anth.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ξέσμα
Headword (normalized):
ξέσμα
Headword (normalized/stripped):
ξεσμα
IDX:
22505
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22528
Key:
ce/sma

Data

{'content': 'ξέσμα\n ξέσμα, ατος, τό,\n ξέω\n = ξόανον, Anth.', 'key': 'ce/sma'}