Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ξένος
ξενόστασις
ξενοσύνη
ξενότιμος
ξενοτροφέω
ξενοφονέω
ξενοφόνος
ξενόω
ξενών
ξένωσις
ξερόν
ξέσμα
ξέστης
ξεστός
ξέω
ξηραίνω
ξηραλοιφέω
ξηραμπέλινος
ξηρά
ξηρός
ξηρότης
View word page
ξερόν
ξερόν dry land, ποτὶ ξερόν to the dry land, Od., Anth.
ShortDef
terra firma
Debugging
Headword:
ξερόν
Headword (normalized):
ξερόν
Headword (normalized/stripped):
ξερον
IDX:
22504
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22527
Key:
cero/s
Data
{'content': 'ξερόν\n dry land, ποτὶ ξερόν to the dry land, Od., Anth.', 'key': 'cero/s'}