Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ξενοπαθέω
ξένος
ξενόστασις
ξενοσύνη
ξενότιμος
ξενοτροφέω
ξενοφονέω
ξενοφόνος
ξενόω
ξενών
ξένωσις
ξερόν
ξέσμα
ξέστης
ξεστός
ξέω
ξηραίνω
ξηραλοιφέω
ξηραμπέλινος
ξηρά
ξηρός
View word page
ξένωσις
ξένωσις ξένωσις, ιος, ἡ, ξενόω II. 3 a being abroad, Eur.
ShortDef
a being abroad
Debugging
Headword:
ξένωσις
Headword (normalized):
ξένωσις
Headword (normalized/stripped):
ξενωσις
IDX:
22503
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22526
Key:
ce/nwsis
Data
{'content': 'ξένωσις\n ξένωσις, ιος, ἡ,\n ξενόω II. 3\n a being abroad, Eur.', 'key': 'ce/nwsis'}