Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ξενολόγος
ξενοπαθέω
ξένος
ξενόστασις
ξενοσύνη
ξενότιμος
ξενοτροφέω
ξενοφονέω
ξενοφόνος
ξενόω
ξενών
ξένωσις
ξερόν
ξέσμα
ξέστης
ξεστός
ξέω
ξηραίνω
ξηραλοιφέω
ξηραμπέλινος
ξηρά
View word page
ξενών
ξενών ξενών, ῶνος, ὁ, ξένος a guest-chamber, Eur.
ShortDef
a guest-chamber
Debugging
Headword:
ξενών
Headword (normalized):
ξενών
Headword (normalized/stripped):
ξενων
IDX:
22502
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22525
Key:
cenw/n
Data
{'content': 'ξενών\n ξενών, ῶνος, ὁ,\n ξένος\n a guest-chamber, Eur.', 'key': 'cenw/n'}