Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ξενοκτόνος
ξενολογέω
ξενολόγος
ξενοπαθέω
ξένος
ξενόστασις
ξενοσύνη
ξενότιμος
ξενοτροφέω
ξενοφονέω
ξενοφόνος
ξενόω
ξενών
ξένωσις
ξερόν
ξέσμα
ξέστης
ξεστός
ξέω
ξηραίνω
ξηραλοιφέω
View word page
ξενοφόνος
ξενοφόνος ξενο-φόνος, ον, *φένω murdering strangers, Eur.

ShortDef

murdering strangers

Debugging

Headword:
ξενοφόνος
Headword (normalized):
ξενοφόνος
Headword (normalized/stripped):
ξενοφονος
IDX:
22500
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22523
Key:
cenofo/nos

Data

{'content': 'ξενοφόνος\n ξενο-φόνος, ον,\n *φένω\n murdering strangers, Eur.', 'key': 'cenofo/nos'}