Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ξενοθυτέω
ξενοκτονέω
ξενοκτόνος
ξενολογέω
ξενολόγος
ξενοπαθέω
ξένος
ξενόστασις
ξενοσύνη
ξενότιμος
ξενοτροφέω
ξενοφονέω
ξενοφόνος
ξενόω
ξενών
ξένωσις
ξερόν
ξέσμα
ξέστης
ξεστός
ξέω
View word page
ξενοτροφέω
ξενοτροφέω ξενοτροφέω, fut. -ήσω τρέφω to entertain strangers, to maintain mercenary troops, Thuc., Dem.

ShortDef

to entertain strangers, to maintain mercenary troops

Debugging

Headword:
ξενοτροφέω
Headword (normalized):
ξενοτροφέω
Headword (normalized/stripped):
ξενοτροφεω
IDX:
22498
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22521
Key:
cenotrofe/w

Data

{'content': 'ξενοτροφέω\n ξενοτροφέω,\n fut. -ήσω\n τρέφω\n to entertain strangers, to maintain mercenary troops, Thuc., Dem.', 'key': 'cenotrofe/w'}