Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀνακαίω
ἀνακαλέω
ἀνακαλυπτήρια
ἀνακαλύπτω
ἀνακάμπτω
ἀνάκανθος
ἀνακάπτω
ἀνάκειμαι
Ἀνάκειον
ἀνακέλαδος
ἀνακεράννυμι
Ἄνακες
ἀνακεφαλαιόομαι
ἀνακηκίω
ἀνακηρύσσω
ἀνακινδυνεύω
ἀνακινέω
ἀνακίνησις
ἀνακίρναμαι
ἀνακλάζω
ἀνακλαίω
View word page
ἀνακεράννυμι
ἀνακεράννυμι to mix up or again, κρητῆρα Od.; οἶνον Ar.:—Pass., aor1 ἀν-εκεράσθην Plat.; ἀν-εκράθην [ᾱ] Plut.

ShortDef

to mix up

Debugging

Headword:
ἀνακεράννυμι
Headword (normalized):
ἀνακεράννυμι
Headword (normalized/stripped):
ανακεραννυμι
IDX:
2251
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2252
Key:
a)nakera/nnumi

Data

{'content': 'ἀνακεράννυμι\n to mix up or again, κρητῆρα Od.; οἶνον Ar.:—Pass., aor1 ἀν-εκεράσθην Plat.; ἀν-εκράθην [ᾱ] Plut.', 'key': 'a)nakera/nnumi'}