Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ξενοδώτης
ξενόεις
ξενοθυτέω
ξενοκτονέω
ξενοκτόνος
ξενολογέω
ξενολόγος
ξενοπαθέω
ξένος
ξενόστασις
ξενοσύνη
ξενότιμος
ξενοτροφέω
ξενοφονέω
ξενοφόνος
ξενόω
ξενών
ξένωσις
ξερόν
ξέσμα
ξέστης
View word page
ξενοσύνη
ξενοσύνη hospitality, Od.
ShortDef
hospitality
Debugging
Headword:
ξενοσύνη
Headword (normalized):
ξενοσύνη
Headword (normalized/stripped):
ξενοσυνη
IDX:
22496
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22519
Key:
cenosu/nh
Data
{'content': 'ξενοσύνη\n hospitality, Od.', 'key': 'cenosu/nh'}