Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ξενοδοχία
ξενοδώτης
ξενόεις
ξενοθυτέω
ξενοκτονέω
ξενοκτόνος
ξενολογέω
ξενολόγος
ξενοπαθέω
ξένος
ξενόστασις
ξενοσύνη
ξενότιμος
ξενοτροφέω
ξενοφονέω
ξενοφόνος
ξενόω
ξενών
ξένωσις
ξερόν
ξέσμα
View word page
ξενόστασις
ξενόστασις ξενό-στᾰσις, ιος, ἡ, a lodging for guests or strangers, Soph.
ShortDef
a lodging for guests
Debugging
Headword:
ξενόστασις
Headword (normalized):
ξενόστασις
Headword (normalized/stripped):
ξενοστασις
IDX:
22495
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22518
Key:
ceno/stasis
Data
{'content': 'ξενόστασις\n ξενό-στᾰσις, ιος, ἡ,\n a lodging for guests or strangers, Soph.', 'key': 'ceno/stasis'}