Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ξενοδαίτης
ξενοδοκέω
ξενοδόκος
ξενοδοχία
ξενοδώτης
ξενόεις
ξενοθυτέω
ξενοκτονέω
ξενοκτόνος
ξενολογέω
ξενολόγος
ξενοπαθέω
ξένος
ξενόστασις
ξενοσύνη
ξενότιμος
ξενοτροφέω
ξενοφονέω
ξενοφόνος
ξενόω
ξενών
View word page
ξενολόγος
ξενολόγος ξενο-λόγος, ον, λέγω levying mercenaries, Polyb.

ShortDef

levying mercenaries

Debugging

Headword:
ξενολόγος
Headword (normalized):
ξενολόγος
Headword (normalized/stripped):
ξενολογος
IDX:
22492
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22514
Key:
cenolo/gos

Data

{'content': 'ξενολόγος\n ξενο-λόγος, ον,\n λέγω\n levying mercenaries, Polyb.', 'key': 'cenolo/gos'}