Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ξενοδαίκτης
ξενοδαίτης
ξενοδοκέω
ξενοδόκος
ξενοδοχία
ξενοδώτης
ξενόεις
ξενοθυτέω
ξενοκτονέω
ξενοκτόνος
ξενολογέω
ξενολόγος
ξενοπαθέω
ξένος
ξενόστασις
ξενοσύνη
ξενότιμος
ξενοτροφέω
ξενοφονέω
ξενοφόνος
ξενόω
View word page
ξενολογέω
ξενολογέω ξενολογέω, fut. -ήσω to enlist strangers, levy mercenaries, Dem., etc. from ξενολόγος

ShortDef

to enlist strangers, levy mercenaries

Debugging

Headword:
ξενολογέω
Headword (normalized):
ξενολογέω
Headword (normalized/stripped):
ξενολογεω
IDX:
22491
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22513
Key:
cenologe/w

Data

{'content': 'ξενολογέω\n ξενολογέω,\n fut. -ήσω\n to enlist strangers, levy mercenaries, Dem., etc.\n from ξενολόγος', 'key': 'cenologe/w'}