Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ξενιτεύω
ξενοδαίκτης
ξενοδαίτης
ξενοδοκέω
ξενοδόκος
ξενοδοχία
ξενοδώτης
ξενόεις
ξενοθυτέω
ξενοκτονέω
ξενοκτόνος
ξενολογέω
ξενολόγος
ξενοπαθέω
ξένος
ξενόστασις
ξενοσύνη
ξενότιμος
ξενοτροφέω
ξενοφονέω
ξενοφόνος
View word page
ξενοκτόνος
ξενοκτόνος ξενο-κτόνος, ον, κτείνω slaying guests or strangers, Eur., Aeschin.

ShortDef

slaying guests

Debugging

Headword:
ξενοκτόνος
Headword (normalized):
ξενοκτόνος
Headword (normalized/stripped):
ξενοκτονος
IDX:
22490
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22512
Key:
cenokto/nos

Data

{'content': 'ξενοκτόνος\n ξενο-κτόνος, ον,\n κτείνω\n slaying guests or strangers, Eur., Aeschin.', 'key': 'cenokto/nos'}