Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ξενιτεία
ξενιτεύω
ξενοδαίκτης
ξενοδαίτης
ξενοδοκέω
ξενοδόκος
ξενοδοχία
ξενοδώτης
ξενόεις
ξενοθυτέω
ξενοκτονέω
ξενοκτόνος
ξενολογέω
ξενολόγος
ξενοπαθέω
ξένος
ξενόστασις
ξενοσύνη
ξενότιμος
ξενοτροφέω
ξενοφονέω
View word page
ξενοκτονέω
ξενοκτονέω ξενοκτονέω, to slay guests or strangers, Hdt., Eur. to slay oneʼs host, Eur. from ξενοκτόνος
ShortDef
to slay guests
Debugging
Headword:
ξενοκτονέω
Headword (normalized):
ξενοκτονέω
Headword (normalized/stripped):
ξενοκτονεω
IDX:
22489
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22511
Key:
cenoktone/w
Data
{'content': 'ξενοκτονέω\n ξενοκτονέω,\n to slay guests or strangers, Hdt., Eur.\n to slay oneʼs host, Eur.\n from ξενοκτόνος', 'key': 'cenoktone/w'}