Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ξενισμός
ξενιτεία
ξενιτεύω
ξενοδαίκτης
ξενοδαίτης
ξενοδοκέω
ξενοδόκος
ξενοδοχία
ξενοδώτης
ξενόεις
ξενοθυτέω
ξενοκτονέω
ξενοκτόνος
ξενολογέω
ξενολόγος
ξενοπαθέω
ξένος
ξενόστασις
ξενοσύνη
ξενότιμος
ξενοτροφέω
View word page
ξενοθυτέω
ξενοθυτέω ξενο-θῠτέω, fut. -ήσω θύω to sacrifice strangers, Strab.
ShortDef
to sacrifice strangers
Debugging
Headword:
ξενοθυτέω
Headword (normalized):
ξενοθυτέω
Headword (normalized/stripped):
ξενοθυτεω
IDX:
22488
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22510
Key:
cenoqute/w
Data
{'content': 'ξενοθυτέω\n ξενο-θῠτέω,\n fut. -ήσω\n θύω\n to sacrifice strangers, Strab.', 'key': 'cenoqute/w'}