Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀνακαίνωσις
ἀνακαίω
ἀνακαλέω
ἀνακαλυπτήρια
ἀνακαλύπτω
ἀνακάμπτω
ἀνάκανθος
ἀνακάπτω
ἀνάκειμαι
Ἀνάκειον
ἀνακέλαδος
ἀνακεράννυμι
Ἄνακες
ἀνακεφαλαιόομαι
ἀνακηκίω
ἀνακηρύσσω
ἀνακινδυνεύω
ἀνακινέω
ἀνακίνησις
ἀνακίρναμαι
ἀνακλάζω
View word page
ἀνακέλαδος
ἀνακέλαδος a loud shout or din, Eur.
ShortDef
a loud shout
Debugging
Headword:
ἀνακέλαδος
Headword (normalized):
ἀνακέλαδος
Headword (normalized/stripped):
ανακελαδος
IDX:
2250
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2251
Key:
a)nake/lados
Data
{'content': 'ἀνακέλαδος\n a loud shout or din, Eur.', 'key': 'a)nake/lados'}