Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ξένισις
ξενισμός
ξενιτεία
ξενιτεύω
ξενοδαίκτης
ξενοδαίτης
ξενοδοκέω
ξενοδόκος
ξενοδοχία
ξενοδώτης
ξενόεις
ξενοθυτέω
ξενοκτονέω
ξενοκτόνος
ξενολογέω
ξενολόγος
ξενοπαθέω
ξένος
ξενόστασις
ξενοσύνη
ξενότιμος
View word page
ξενόεις
ξενόεις ξενόεις, εσσα, εν ξένος full of strangers, Eur.
ShortDef
full of strangers
Debugging
Headword:
ξενόεις
Headword (normalized):
ξενόεις
Headword (normalized/stripped):
ξενοεις
IDX:
22487
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22509
Key:
ceno/eis
Data
{'content': 'ξενόεις\n ξενόεις, εσσα, εν\n ξένος\n full of strangers, Eur.', 'key': 'ceno/eis'}