Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ξενικός
ξένιος
ξένισις
ξενισμός
ξενιτεία
ξενιτεύω
ξενοδαίκτης
ξενοδαίτης
ξενοδοκέω
ξενοδόκος
ξενοδοχία
ξενοδώτης
ξενόεις
ξενοθυτέω
ξενοκτονέω
ξενοκτόνος
ξενολογέω
ξενολόγος
ξενοπαθέω
ξένος
ξενόστασις
View word page
ξενοδοχία
ξενοδοχία from ξενοδόκος ξενοδοχία, ἡ, entertainment of a stranger, Xen.
ShortDef
entertainment of a stranger
Debugging
Headword:
ξενοδοχία
Headword (normalized):
ξενοδοχία
Headword (normalized/stripped):
ξενοδοχια
IDX:
22485
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22507
Key:
cenodoxi/a
Data
{'content': 'ξενοδοχία\n from ξενοδόκος\n ξενοδοχία, ἡ,\n entertainment of a stranger, Xen.', 'key': 'cenodoxi/a'}