Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ξενίζω
ξενικός
ξένιος
ξένισις
ξενισμός
ξενιτεία
ξενιτεύω
ξενοδαίκτης
ξενοδαίτης
ξενοδοκέω
ξενοδόκος
ξενοδοχία
ξενοδώτης
ξενόεις
ξενοθυτέω
ξενοκτονέω
ξενοκτόνος
ξενολογέω
ξενολόγος
ξενοπαθέω
ξένος
View word page
ξενοδόκος
ξενοδόκος δέχομαι one who receives strangers, a host, Od.
ShortDef
one who receives strangers, a host
Debugging
Headword:
ξενοδόκος
Headword (normalized):
ξενοδόκος
Headword (normalized/stripped):
ξενοδοκος
IDX:
22484
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22506
Key:
cenodo/kos
Data
{'content': 'ξενοδόκος\n δέχομαι\n one who receives strangers, a host, Od.', 'key': 'cenodo/kos'}