Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ξενία
ξενίζω
ξενικός
ξένιος
ξένισις
ξενισμός
ξενιτεία
ξενιτεύω
ξενοδαίκτης
ξενοδαίτης
ξενοδοκέω
ξενοδόκος
ξενοδοχία
ξενοδώτης
ξενόεις
ξενοθυτέω
ξενοκτονέω
ξενοκτόνος
ξενολογέω
ξενολόγος
ξενοπαθέω
View word page
ξενοδοκέω
ξενοδοκέω ξενοδοκέω, Ionic ξεινο-, to entertain guests or strangers, Hdt., Eur., etc.:—in late Gr. ξενοδοχέω, NTest. from ξενοδόκος

ShortDef

to entertain guests

Debugging

Headword:
ξενοδοκέω
Headword (normalized):
ξενοδοκέω
Headword (normalized/stripped):
ξενοδοκεω
IDX:
22483
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22505
Key:
cenodoke/w

Data

{'content': 'ξενοδοκέω\n ξενοδοκέω,\n Ionic ξεινο-, to entertain guests or strangers, Hdt., Eur., etc.:—in late Gr. ξενοδοχέω, NTest.\n from ξενοδόκος', 'key': 'cenodoke/w'}