Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ξένη
ξενία
ξενίζω
ξενικός
ξένιος
ξένισις
ξενισμός
ξενιτεία
ξενιτεύω
ξενοδαίκτης
ξενοδαίτης
ξενοδοκέω
ξενοδόκος
ξενοδοχία
ξενοδώτης
ξενόεις
ξενοθυτέω
ξενοκτονέω
ξενοκτόνος
ξενολογέω
ξενολόγος
View word page
ξενοδαίτης
ξενοδαίτης ξενο-δαίτης, ου, δαίς one that devours guests or strangers, of the Cyclops, Eur.
ShortDef
one that devours guests
Debugging
Headword:
ξενοδαίτης
Headword (normalized):
ξενοδαίτης
Headword (normalized/stripped):
ξενοδαιτης
IDX:
22482
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22504
Key:
cenodai/ths
Data
{'content': 'ξενοδαίτης\n ξενο-δαίτης, ου,\n δαίς\n one that devours guests or strangers, of the Cyclops, Eur.', 'key': 'cenodai/ths'}