Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ξενηλασία
ξενηλατέω
ξένη
ξενία
ξενίζω
ξενικός
ξένιος
ξένισις
ξενισμός
ξενιτεία
ξενιτεύω
ξενοδαίκτης
ξενοδαίτης
ξενοδοκέω
ξενοδόκος
ξενοδοχία
ξενοδώτης
ξενόεις
ξενοθυτέω
ξενοκτονέω
ξενοκτόνος
View word page
ξενιτεύω
ξενιτεύω ξενῑτεύω, fut. -σω ξένος to live abroad, Luc. Dep. ξενιτεύομαι, to be in foreign service, Isocr.
ShortDef
to live abroad
Debugging
Headword:
ξενιτεύω
Headword (normalized):
ξενιτεύω
Headword (normalized/stripped):
ξενιτευω
IDX:
22480
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22502
Key:
ceniteu/w
Data
{'content': 'ξενιτεύω\n ξενῑτεύω,\n fut. -σω\n ξένος\n to live abroad, Luc.\n Dep. ξενιτεύομαι, to be in foreign service, Isocr.', 'key': 'ceniteu/w'}