Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ξεναρκής
ξενηλασία
ξενηλατέω
ξένη
ξενία
ξενίζω
ξενικός
ξένιος
ξένισις
ξενισμός
ξενιτεία
ξενιτεύω
ξενοδαίκτης
ξενοδαίτης
ξενοδοκέω
ξενοδόκος
ξενοδοχία
ξενοδώτης
ξενόεις
ξενοθυτέω
ξενοκτονέω
View word page
ξενιτεία
ξενιτεία ξενῑτεία, ἡ, a living abroad, Luc. from ξενῑτεύω
ShortDef
a living abroad
Debugging
Headword:
ξενιτεία
Headword (normalized):
ξενιτεία
Headword (normalized/stripped):
ξενιτεια
IDX:
22479
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22501
Key:
cenitei/a
Data
{'content': 'ξενιτεία\n ξενῑτεία, ἡ,\n a living abroad, Luc.\n from ξενῑτεύω', 'key': 'cenitei/a'}