Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ξεναπάτης
ξεναρκής
ξενηλασία
ξενηλατέω
ξένη
ξενία
ξενίζω
ξενικός
ξένιος
ξένισις
ξενισμός
ξενιτεία
ξενιτεύω
ξενοδαίκτης
ξενοδαίτης
ξενοδοκέω
ξενοδόκος
ξενοδοχία
ξενοδώτης
ξενόεις
ξενοθυτέω
View word page
ξενισμός
ξενισμός ξενισμός, οῦ, ὁ, = ξένισις, Plat.
ShortDef
entertainment of guests
Debugging
Headword:
ξενισμός
Headword (normalized):
ξενισμός
Headword (normalized/stripped):
ξενισμος
IDX:
22478
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22500
Key:
cenismo/s
Data
{'content': 'ξενισμός\n ξενισμός, οῦ, ὁ,\n = ξένισις, Plat.', 'key': 'cenismo/s'}