Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ξανθοχίτων
ξανθόχροος
ξεινήϊον
ξεναγέτης
ξεναγέω
ξεναγός
ξεναπάτης
ξεναρκής
ξενηλασία
ξενηλατέω
ξένη
ξενία
ξενίζω
ξενικός
ξένιος
ξένισις
ξενισμός
ξενιτεία
ξενιτεύω
ξενοδαίκτης
ξενοδαίτης
View word page
ξένη
ξένη ξένη, ἡ, fem. of ξένος a female guest: a foreign woman, Aesch., etc. (sub. γῆ) , a foreign country, Soph., Xen.
ShortDef
a female guest: a foreign woman
Debugging
Headword:
ξένη
Headword (normalized):
ξένη
Headword (normalized/stripped):
ξενη
IDX:
22472
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22494
Key:
ce/nh
Data
{'content': 'ξένη\n ξένη, ἡ,\n fem. of ξένος\n a female guest: a foreign woman, Aesch., etc.\n (sub. γῆ) , a foreign country, Soph., Xen.', 'key': 'ce/nh'}