Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ξανθοφυής
ξανθοχίτων
ξανθόχροος
ξεινήϊον
ξεναγέτης
ξεναγέω
ξεναγός
ξεναπάτης
ξεναρκής
ξενηλασία
ξενηλατέω
ξένη
ξενία
ξενίζω
ξενικός
ξένιος
ξένισις
ξενισμός
ξενιτεία
ξενιτεύω
ξενοδαίκτης
View word page
ξενηλατέω
ξενηλατέω ξεν-ηλᾰτέω, fut. -ήσω ἐλαύνω to banish foreigners, Ar.

ShortDef

to banish foreigners

Debugging

Headword:
ξενηλατέω
Headword (normalized):
ξενηλατέω
Headword (normalized/stripped):
ξενηλατεω
IDX:
22471
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22493
Key:
cenhlate/w

Data

{'content': 'ξενηλατέω\n ξεν-ηλᾰτέω,\n fut. -ήσω\n ἐλαύνω\n to banish foreigners, Ar.', 'key': 'cenhlate/w'}