Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ξανθότης
ξανθοτριχέω
ξανθοφυής
ξανθοχίτων
ξανθόχροος
ξεινήϊον
ξεναγέτης
ξεναγέω
ξεναγός
ξεναπάτης
ξεναρκής
ξενηλασία
ξενηλατέω
ξένη
ξενία
ξενίζω
ξενικός
ξένιος
ξένισις
ξενισμός
ξενιτεία
View word page
ξεναρκής
ξεναρκής ξεν-αρκής, ές ἀρκέω aiding strangers, Pind.
ShortDef
aiding strangers
Debugging
Headword:
ξεναρκής
Headword (normalized):
ξεναρκής
Headword (normalized/stripped):
ξεναρκης
IDX:
22469
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22491
Key:
cenarkh/s
Data
{'content': 'ξεναρκής\n ξεν-αρκής, ές\n ἀρκέω\n aiding strangers, Pind.', 'key': 'cenarkh/s'}