Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ξανθόθριξ
ξανθοκάρηνος
ξανθοκόμης
ξανθός
ξανθότης
ξανθοτριχέω
ξανθοφυής
ξανθοχίτων
ξανθόχροος
ξεινήϊον
ξεναγέτης
ξεναγέω
ξεναγός
ξεναπάτης
ξεναρκής
ξενηλασία
ξενηλατέω
ξένη
ξενία
ξενίζω
ξενικός
View word page
ξεναγέτης
ξεναγέτης ξεν-ᾱγέτης, ου, ὁ, one who takes charge of guests, Pind.
ShortDef
one who takes charge of guests
Debugging
Headword:
ξεναγέτης
Headword (normalized):
ξεναγέτης
Headword (normalized/stripped):
ξεναγετης
IDX:
22465
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22487
Key:
cenage/ths
Data
{'content': 'ξεναγέτης\n ξεν-ᾱγέτης, ου, ὁ,\n one who takes charge of guests, Pind.', 'key': 'cenage/ths'}