Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ξαίνω
ξανθίζω
Ξανθίας
ξανθόθριξ
ξανθοκάρηνος
ξανθοκόμης
ξανθός
ξανθότης
ξανθοτριχέω
ξανθοφυής
ξανθοχίτων
ξανθόχροος
ξεινήϊον
ξεναγέτης
ξεναγέω
ξεναγός
ξεναπάτης
ξεναρκής
ξενηλασία
ξενηλατέω
ξένη
View word page
ξανθοχίτων
ξανθοχίτων ξανθο-χίτων, ωνος, ὁ, ἡ, with yellow coat, Anth.

ShortDef

with yellow coat

Debugging

Headword:
ξανθοχίτων
Headword (normalized):
ξανθοχίτων
Headword (normalized/stripped):
ξανθοχιτων
IDX:
22462
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22484
Key:
canqoxi/twn

Data

{'content': 'ξανθοχίτων\n ξανθο-χίτων, ωνος, ὁ, ἡ,\n with yellow coat, Anth.', 'key': 'canqoxi/twn'}