Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

νωχελής
νωχελία
ξαίνω
ξανθίζω
Ξανθίας
ξανθόθριξ
ξανθοκάρηνος
ξανθοκόμης
ξανθός
ξανθότης
ξανθοτριχέω
ξανθοφυής
ξανθοχίτων
ξανθόχροος
ξεινήϊον
ξεναγέτης
ξεναγέω
ξεναγός
ξεναπάτης
ξεναρκής
ξενηλασία
View word page
ξανθοτριχέω
ξανθοτριχέω ξανθοτρῐχέω, ξανθόθριξ to have yellow hair, Strab.

ShortDef

to have yellow hair

Debugging

Headword:
ξανθοτριχέω
Headword (normalized):
ξανθοτριχέω
Headword (normalized/stripped):
ξανθοτριχεω
IDX:
22460
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22482
Key:
canqotrixe/w

Data

{'content': 'ξανθοτριχέω\n ξανθοτρῐχέω,\n ξανθόθριξ\n to have yellow hair, Strab.', 'key': 'canqotrixe/w'}