Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
νωτίζω
νώτισμα
νῶτον
νωτοφόρος
νωχελής
νωχελία
ξαίνω
ξανθίζω
Ξανθίας
ξανθόθριξ
ξανθοκάρηνος
ξανθοκόμης
ξανθός
ξανθότης
ξανθοτριχέω
ξανθοφυής
ξανθοχίτων
ξανθόχροος
ξεινήϊον
ξεναγέτης
ξεναγέω
View word page
ξανθοκάρηνος
ξανθοκάρηνος ξᾰνθο-κάρηνος, ον, κάρηνον with yellow head, Anth.
ShortDef
with yellow head
Debugging
Headword:
ξανθοκάρηνος
Headword (normalized):
ξανθοκάρηνος
Headword (normalized/stripped):
ξανθοκαρηνος
IDX:
22456
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22478
Key:
canqoka/rhnos
Data
{'content': 'ξανθοκάρηνος\n ξᾰνθο-κάρηνος, ον,\n κάρηνον\n with yellow head, Anth.', 'key': 'canqoka/rhnos'}