Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
νωτιαῖος
νωτίζω
νώτισμα
νῶτον
νωτοφόρος
νωχελής
νωχελία
ξαίνω
ξανθίζω
Ξανθίας
ξανθόθριξ
ξανθοκάρηνος
ξανθοκόμης
ξανθός
ξανθότης
ξανθοτριχέω
ξανθοφυής
ξανθοχίτων
ξανθόχροος
ξεινήϊον
ξεναγέτης
View word page
ξανθόθριξ
ξανθόθριξ yellow-haired, Solon., Theocr.
ShortDef
yellow-haired
Debugging
Headword:
ξανθόθριξ
Headword (normalized):
ξανθόθριξ
Headword (normalized/stripped):
ξανθοθριξ
IDX:
22455
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22477
Key:
canqo/qric
Data
{'content': 'ξανθόθριξ\n yellow-haired, Solon., Theocr.', 'key': 'canqo/qric'}