Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

νώνυμνος
νώνυμος
νῶροψ
νωτάκμων
νωτιαῖος
νωτίζω
νώτισμα
νῶτον
νωτοφόρος
νωχελής
νωχελία
ξαίνω
ξανθίζω
Ξανθίας
ξανθόθριξ
ξανθοκάρηνος
ξανθοκόμης
ξανθός
ξανθότης
ξανθοτριχέω
ξανθοφυής
View word page
νωχελία
νωχελία from νωχελής νωχελία, Epic -ίη, ἡ, laziness, sluggishness, Il.

ShortDef

laziness, sluggishness

Debugging

Headword:
νωχελία
Headword (normalized):
νωχελία
Headword (normalized/stripped):
νωχελια
IDX:
22451
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22473
Key:
nwxeli/a

Data

{'content': 'νωχελία\n from νωχελής\n νωχελία, Epic -ίη, ἡ,\n laziness, sluggishness, Il.', 'key': 'nwxeli/a'}