Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
νωμάω
νώνυμνος
νώνυμος
νῶροψ
νωτάκμων
νωτιαῖος
νωτίζω
νώτισμα
νῶτον
νωτοφόρος
νωχελής
νωχελία
ξαίνω
ξανθίζω
Ξανθίας
ξανθόθριξ
ξανθοκάρηνος
ξανθοκόμης
ξανθός
ξανθότης
ξανθοτριχέω
View word page
νωχελής
νωχελής νωχελής, ές moving slowly and heavily, sluggish, Eur. deriv. uncertain
ShortDef
moving slowly and heavily, sluggish
Debugging
Headword:
νωχελής
Headword (normalized):
νωχελής
Headword (normalized/stripped):
νωχελης
IDX:
22450
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22472
Key:
nwxelh/s
Data
{'content': 'νωχελής\n νωχελής, ές\n moving slowly and heavily, sluggish, Eur.\n deriv. uncertain', 'key': 'nwxelh/s'}