Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

νωλεμές
νωμάω
νώνυμνος
νώνυμος
νῶροψ
νωτάκμων
νωτιαῖος
νωτίζω
νώτισμα
νῶτον
νωτοφόρος
νωχελής
νωχελία
ξαίνω
ξανθίζω
Ξανθίας
ξανθόθριξ
ξανθοκάρηνος
ξανθοκόμης
ξανθός
ξανθότης
View word page
νωτοφόρος
νωτοφόρος νωτο-φόρος, ον, φέρω carrying on the back: as Subst. a beast of burthen, Xen.

ShortDef

carrying on the back

Debugging

Headword:
νωτοφόρος
Headword (normalized):
νωτοφόρος
Headword (normalized/stripped):
νωτοφορος
IDX:
22449
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22471
Key:
nwtofo/ros

Data

{'content': 'νωτοφόρος\n νωτο-φόρος, ον,\n φέρω\n carrying on the back: as Subst. a beast of burthen, Xen.', 'key': 'nwtofo/ros'}