Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

νωθρός
νωΐτερος
νωλεμές
νωμάω
νώνυμνος
νώνυμος
νῶροψ
νωτάκμων
νωτιαῖος
νωτίζω
νώτισμα
νῶτον
νωτοφόρος
νωχελής
νωχελία
ξαίνω
ξανθίζω
Ξανθίας
ξανθόθριξ
ξανθοκάρηνος
ξανθοκόμης
View word page
νώτισμα
νώτισμα νώτισμα, ατος, τό, νωτίζω that which covers the back, of wings, Eur.

ShortDef

that which covers the back

Debugging

Headword:
νώτισμα
Headword (normalized):
νώτισμα
Headword (normalized/stripped):
νωτισμα
IDX:
22447
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22469
Key:
nw/tisma

Data

{'content': 'νώτισμα\n νώτισμα, ατος, τό,\n νωτίζω\n that which covers the back, of wings, Eur.', 'key': 'nw/tisma'}