Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
νωδυνία
νώδυνος
νώθεια
νωθής
νωθρός
νωΐτερος
νωλεμές
νωμάω
νώνυμνος
νώνυμος
νῶροψ
νωτάκμων
νωτιαῖος
νωτίζω
νώτισμα
νῶτον
νωτοφόρος
νωχελής
νωχελία
ξαίνω
ξανθίζω
View word page
νῶροψ
νῶροψ νῶροψ, οπος, flashing, gleaming, of metal, Il. deriv. uncertain
ShortDef
flashing, gleaming
Debugging
Headword:
νῶροψ
Headword (normalized):
νῶροψ
Headword (normalized/stripped):
νωροψ
IDX:
22443
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22465
Key:
nw=roy
Data
{'content': 'νῶροψ\n νῶροψ, οπος,\n flashing, gleaming, of metal, Il.\n deriv. uncertain', 'key': 'nw=roy'}