Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

νύχευμα
νυχεύω
νυχθήμερον
νύχιος
νωδός
νωδυνία
νώδυνος
νώθεια
νωθής
νωθρός
νωΐτερος
νωλεμές
νωμάω
νώνυμνος
νώνυμος
νῶροψ
νωτάκμων
νωτιαῖος
νωτίζω
νώτισμα
νῶτον
View word page
νωΐτερος
νωΐτερος νωΐτερος (ῐ), η, ον of or from us two, Hom.

ShortDef

of or from us two

Debugging

Headword:
νωΐτερος
Headword (normalized):
νωΐτερος
Headword (normalized/stripped):
νωιτερος
IDX:
22438
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22460
Key:
nwi/teros

Data

{'content': 'νωΐτερος\n νωΐτερος (ῐ), η, ον\n of or from us two, Hom.', 'key': 'nwi/teros'}