Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀνακαγχάζω
ἀνακαθαίρω
ἀνακάθημαι
ἀνακαθίζω
ἀνακαινόω
ἀνακαίνωσις
ἀνακαίω
ἀνακαλέω
ἀνακαλυπτήρια
ἀνακαλύπτω
ἀνακάμπτω
ἀνάκανθος
ἀνακάπτω
ἀνάκειμαι
Ἀνάκειον
ἀνακέλαδος
ἀνακεράννυμι
Ἄνακες
ἀνακεφαλαιόομαι
ἀνακηκίω
ἀνακηρύσσω
View word page
ἀνακάμπτω
ἀνακάμπτω to bend back: mostly intr. to bend oneʼs steps back, return, Hdt.
ShortDef
to bend back
Debugging
Headword:
ἀνακάμπτω
Headword (normalized):
ἀνακάμπτω
Headword (normalized/stripped):
ανακαμπτω
IDX:
2245
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2246
Key:
a)naka/mptw
Data
{'content': 'ἀνακάμπτω\n to bend back: mostly intr. to bend oneʼs steps back, return, Hdt.', 'key': 'a)naka/mptw'}