Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
νυστακτής
νύχευμα
νυχεύω
νυχθήμερον
νύχιος
νωδός
νωδυνία
νώδυνος
νώθεια
νωθής
νωθρός
νωΐτερος
νωλεμές
νωμάω
νώνυμνος
νώνυμος
νῶροψ
νωτάκμων
νωτιαῖος
νωτίζω
νώτισμα
View word page
νωθρός
νωθρός .νωθρός, ά, όν = νωθής sluggish, slothful, torpid, Plat.
ShortDef
sluggish, slothful, torpid
Debugging
Headword:
νωθρός
Headword (normalized):
νωθρός
Headword (normalized/stripped):
νωθρος
IDX:
22437
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22459
Key:
nwqro/s
Data
{'content': 'νωθρός\n .νωθρός, ά, όν\n = νωθής\n sluggish, slothful, torpid, Plat.', 'key': 'nwqro/s'}