Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Νῦσα
νύσσα
νύσσω
νυστάζω
νυστακτής
νύχευμα
νυχεύω
νυχθήμερον
νύχιος
νωδός
νωδυνία
νώδυνος
νώθεια
νωθής
νωθρός
νωΐτερος
νωλεμές
νωμάω
νώνυμνος
νώνυμος
νῶροψ
View word page
νωδυνία
νωδυνία νωδῠνία, ἡ, ease from pain, Theocr. an anodyne, Pind. from νώδῠνος

ShortDef

ease from pain

Debugging

Headword:
νωδυνία
Headword (normalized):
νωδυνία
Headword (normalized/stripped):
νωδυνια
IDX:
22433
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22455
Key:
nwduni/a

Data

{'content': 'νωδυνία\n νωδῠνία, ἡ,\n ease from pain, Theocr.\n an anodyne, Pind.\n from νώδῠνος', 'key': 'nwduni/a'}