Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ν
Νῦσα
νύσσα
νύσσω
νυστάζω
νυστακτής
νύχευμα
νυχεύω
νυχθήμερον
νύχιος
νωδός
νωδυνία
νώδυνος
νώθεια
νωθής
νωθρός
νωΐτερος
νωλεμές
νωμάω
νώνυμνος
νώνυμος
View word page
νωδός
νωδός νωδός, ή, όν νη-, ὀδούς toothless, Ar., Theocr.
ShortDef
toothless
Debugging
Headword:
νωδός
Headword (normalized):
νωδός
Headword (normalized/stripped):
νωδος
IDX:
22432
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22454
Key:
nwdo/s
Data
{'content': 'νωδός\n νωδός, ή, όν\n νη-, ὀδούς\n toothless, Ar., Theocr.', 'key': 'nwdo/s'}