Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

νυνμενί
νῦν
νύξ
νυός
ν
Νῦσα
νύσσα
νύσσω
νυστάζω
νυστακτής
νύχευμα
νυχεύω
νυχθήμερον
νύχιος
νωδός
νωδυνία
νώδυνος
νώθεια
νωθής
νωθρός
νωΐτερος
View word page
νύχευμα
νύχευμα νύχευμα (ῠ), ατος, τό, a nightly watch, Lat. pervigilium, Eur. from νῠχεύω

ShortDef

a nightly watch

Debugging

Headword:
νύχευμα
Headword (normalized):
νύχευμα
Headword (normalized/stripped):
νυχευμα
IDX:
22428
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22450
Key:
nu/xeuma

Data

{'content': 'νύχευμα\n νύχευμα (ῠ), ατος, τό,\n a nightly watch, Lat. pervigilium, Eur.\n from νῠχεύω', 'key': 'nu/xeuma'}