Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀναίτιος
ἀνακαγχάζω
ἀνακαθαίρω
ἀνακάθημαι
ἀνακαθίζω
ἀνακαινόω
ἀνακαίνωσις
ἀνακαίω
ἀνακαλέω
ἀνακαλυπτήρια
ἀνακαλύπτω
ἀνακάμπτω
ἀνάκανθος
ἀνακάπτω
ἀνάκειμαι
Ἀνάκειον
ἀνακέλαδος
ἀνακεράννυμι
Ἄνακες
ἀνακεφαλαιόομαι
ἀνακηκίω
View word page
ἀνακαλύπτω
ἀνακαλύπτω to uncover, ἀν. λόγους to use open speech, Eur.:—Mid. to unveil oneself, unveil, Xen.: —Pass., of a veil, to be uplifted, NTest.
ShortDef
to uncover
Debugging
Headword:
ἀνακαλύπτω
Headword (normalized):
ἀνακαλύπτω
Headword (normalized/stripped):
ανακαλυπτω
IDX:
2244
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2245
Key:
a)nakalu/ptw
Data
{'content': 'ἀνακαλύπτω\n to uncover, ἀν. λόγους to use open speech, Eur.:—Mid. to unveil oneself, unveil, Xen.: —Pass., of a veil, to be uplifted, NTest.', 'key': 'a)nakalu/ptw'}