Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

νυμφοκομέω
νυμφοκόμος
νυμφόληπτος
νυμφοστολέω
νυμφοστόλος
νυμφότιμος
νυμφών
νῦν δή
νυνδί
νυνί
νυνμενί
νῦν
νύξ
νυός
ν
Νῦσα
νύσσα
νύσσω
νυστάζω
νυστακτής
νύχευμα
View word page
νυνμενί
νυνμενί familiar Attic for νυνὶ μέν, Ar.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
νυνμενί
Headword (normalized):
νυνμενί
Headword (normalized/stripped):
νυνμενι
IDX:
22418
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22440
Key:
nunmeni/

Data

{'content': 'νυνμενί\n familiar Attic for νυνὶ μέν, Ar.', 'key': 'nunmeni/'}