Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
νυμφεύτρια
νυμφεύω
νύμφη
νυμφίδιος
νυμφίος
νυμφίος2
νυμφογενής
νυμφόκλαυτος
νυμφοκομέω
νυμφοκόμος
νυμφόληπτος
νυμφοστολέω
νυμφοστόλος
νυμφότιμος
νυμφών
νῦν δή
νυνδί
νυνί
νυνμενί
νῦν
νύξ
View word page
νυμφόληπτος
νυμφόληπτος νυμφό-ληπτος, ον, caught by nymphs, Plat.
ShortDef
caught by nymphs
Debugging
Headword:
νυμφόληπτος
Headword (normalized):
νυμφόληπτος
Headword (normalized/stripped):
νυμφοληπτος
IDX:
22410
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22432
Key:
numfo/lhptos
Data
{'content': 'νυμφόληπτος\n νυμφό-ληπτος, ον,\n caught by nymphs, Plat.', 'key': 'numfo/lhptos'}