Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

νυμφευτής
νυμφεύτρια
νυμφεύω
νύμφη
νυμφίδιος
νυμφίος
νυμφίος2
νυμφογενής
νυμφόκλαυτος
νυμφοκομέω
νυμφοκόμος
νυμφόληπτος
νυμφοστολέω
νυμφοστόλος
νυμφότιμος
νυμφών
νῦν δή
νυνδί
νυνί
νυνμενί
νῦν
View word page
νυμφοκόμος
νυμφοκόμος νυμφο-κόμος, ον, κομέω dressing a bride:—generally, bridal, Eur.

ShortDef

dressing a bride

Debugging

Headword:
νυμφοκόμος
Headword (normalized):
νυμφοκόμος
Headword (normalized/stripped):
νυμφοκομος
IDX:
22409
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22431
Key:
numfoko/mos

Data

{'content': 'νυμφοκόμος\n νυμφο-κόμος, ον,\n κομέω\n dressing a bride:—generally, bridal, Eur.', 'key': 'numfoko/mos'}